θωμάσιος

θωμάσιος
θωμάσιος, -ία, -ον (Α)
ιων. τ. τού θαυμάσιος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θωμάσιος — θαυμάσιος wonderful masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάσιος — (Αστρον.). Ο πρώτος γνωστός μεταβλητός αστέρας. Το φαινόμενο μέγεθός του κυμαίνεται από ένα ελάχιστο 9 ή και μικρότερο, μέχρι 4 ή και 3 το μέγιστο. Μία φορά, το 1779 έλαμψε με μέγεθος σχεδόν 1. Η περίοδος της μεταβολής της φωτεινότητάς του είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”